τεφροδοχείο

τεφροδοχείο
το, Ν
1. δοχείο στο οποίο φυλάσσεται η τέφρα νεκρού
2. σταχτοδοχείο, τασάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + δοχείο. Η λ., στον λόγιο τ. τεφροδοχεῖον, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τεφροδοχείο — το 1. δοχείο όπου τοποθετείται η στάχτη νεκρού. 2. σταχτοδοχείο τσιγάρου, τασάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεφροδόχη — η, Ν τεφροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόχη] …   Dictionary of Greek

  • τεφροδόχος — η, Ν 1. χώρος κάτω από την εστία ή τη θερμάστρα στον οποίο πέφτει η τέφρα 2. τεφροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • τεφροδόχος — η 1. χώρος κάτω από τη σκάρα όπου συγκεντρώνεται η στάχτη (θερμάστρας, τζακιού κτλ.). 2. τεφροδοχείο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”